- ομοπάθεια
- ὁμοπάθεια, ἡ (Α) [ομοπαθής]κατάσταση κατά την οποία υποφέρει κάποιος τα ίδια μαζί με έναν άλλο, ταυτότητα δυστυχίας και ατυχίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμοπαθείᾳ — ὁμοπαθείᾱͅ , ὁμοπάθεια common affection fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοπάθεια — common affection fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοπαθείας — ὁμοπαθείᾱς , ὁμοπάθεια common affection fem acc pl ὁμοπαθείᾱς , ὁμοπάθεια common affection fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοπάθειαν — ὁμοπάθεια common affection fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)